.

Ο άνθρωπος που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ χωρίς φυσικά να του ανήκει, χρησιμοποιώντας την τέχνη της εξαπάτησης στο ανώτατο σημείο της

 

 

Η εξαπάτηση είναι μια ικανότητα έμφυτη σε κύρια βάση, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί σαν επιμέρους χαρακτηριστικό ενός ευφυούς ανθρώπου.

Σε ένα ανώτατο σημείο της μπορεί να φτάσει σε πράξεις ασύλληπτες, όπως το να προσφέρει ένας ιδιώτης σε πώληση τον πύργο του Άιφελ και να εισπράξει το ποσό της συμφωνηθείσας αξίας στο ακέραιο δίχως να συλληφθεί.

 

Όταν ο Βίκτορ Λούστιγκ βρισκόταν στο Παρίσι το 1925 διάβασε σε μία εφημερίδα ότι η γαλλική κυβέρνηση δυσκολευόταν να ανταπεξέλθει στο κόστος συντήρησης του Πύργου του Άιφελ, με την οικονομία της χώρας να έχει «γονατίσει» λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου του ήρθε η ιδέα να στήσει μια απάτη με σκοπό την… πώληση του Πύργου του Άιφελ.

Η αλήθεια είναι ότι ο πύργος βρισκόταν σε κακή κατάσταση αφού δεν είχε συντηρηθεί και έδινε μια εικόνα παρακμής και ακούγονταν διάφορες φήμες για το μέλλον του. Αυτό βοήθησε στο σχέδιό του και αφού πλαστογράφησε κρατικά έγγραφα, παρουσίασε τον εαυτό του σαν υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο.
 

 

Στη συνέχεια έστειλε επιστολές σε κορυφαία στελέχη των μεγαλύτερων εταιρειών επεξεργασίας μετάλλου της χώρας, καλώντας τους σε ένα μυστικό ραντεβού σε ένα δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου στην Place de la Concorde.

 

Σε μια συνάντηση με 6 από αυτούς ξεφούρνισε το απίθανο ψέμα του: Προκειμένου να γλιτώσει το δυσβάσταχτο κόστος συντήρησης του Πύργου του Άιφελ, η γαλλική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τον πουλήσει για παλιοσίδερα, βγάζοντάς τον σε πλειστηριασμό κάτω από άκρα μυστικότητα, ώστε να μην υπάρξουν οργισμένες αντιδράσεις από τους πολίτες.
 

 

Στη συνέχεια οδήγησε τους ενδιαφερόμενους στον Πύργο για να διερευνήσει τη συμπεριφορά τους και κατά πόσο ενδιαφέρονταν. Εκεί παίχτηκαν όλα.

 

Πήγε κατευθείαν στην είσοδο του Πύργου και με μια πλαστογραφημένη ταυτότητα υπουργού, πέρασε χωρίς πρόβλημα. Κοίταξε αυστηρά τους επίδοξους αγοραστές και τους ενημέρωσε ότι θα περίμενε προτάσεις μέχρι την επόμενη μέρα.

Από τους υποψήφιους αγοραστές, ο Λάστιγκ δεν επέλεξε αυτόν που έδινε τα περισσότερα χρήματα, αλλά αυτόν που φαινόταν πιο εύπιστος, δηλαδή πιο αφελής: τον Αντρέ Πουαζόν, έναν ανασφαλή άνθρωπο που ευελπιστούσε να βρει μια θέση στον επιχειρηματικό κόσμο του Παρισιού χάρη σε αυτή την αγορά.

 

 

Τότε άλλαξε τρόπο προσέγγισης: εκμυστηρεύτηκε στον Πουαζόν ότι αμείβονταν ανεπαρκώς και θα ήθελε να «συμπληρώσει» το εισόδημά του. Ο Πουαζόν γνώριζε τη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων, οπότε κατάλαβε αμέσως ότι ο Λούστιγκ ζητούσε δωροδοκία. Δεν χρειάστηκε πολύ για να τον πείσει για την πώληση!

Ο Πουασόν, ο οποίος πλήρωσε τελικά το ποσό των 70.000 δολαρίων για αυτό που νόμιζε ότι θα ήταν ο Πύργος του Άιφελ, όμως στην πραγματικότητα ήταν... αέρας κοπανιστός!

 

Όταν όμως κατάλαβε ότι είχε πέσει θύμα μίας καλοστημένης απάτης, ήταν πια πολύ αργά: ο Λούστιγκ είχε ήδη διαφύγει με τρένο στην Αυστρία, περιμένοντας πως ο Πουασόν θα έκανε καταγγελία στην αστυνομία.

 

Όμως ο έμπορος δεν έκανε ποτέ καμία καταγγελία, προφανώς μην θέλοντας να παραδεχτεί ότι πιάστηκε κορόιδο...
 

 

Αυτή η στάση του Πουασόν ενθάρρυνε τον Λούστιγκ να δοκιμάσει και δεύτερη φορά να πουλήσει τον Πύργο του Άιφελ, όμως αυτή τη φορά το υποψήφιο θύμα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, με αποτέλεσμα ο Λούστιγκ να διαφύγει, αυτή τη φορά με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες.